ἀτόρνευτος

ἀτόρνευτος
ἀ-τόρνευτος, nicht rund gedreht

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ατόρνευτος — η, ο (Μ ἀτόρνευτος, ον) (για ξύλο) που δεν έχει στρογγυλευθεί με τόρνο νεοελλ. ακόσμητος, ακαλλώπιστος …   Dictionary of Greek

  • ατόρνευτος — η, ο 1. αυτός τον οποίο δεν επεξεργάστηκαν στον τόρνο: Τα πόδια του τραπεζιού είναι ατόρνευτα. 2. αυτός που δε δουλεύτηκε κατάλληλα: Ο λόγος του είναι ατόρνευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”